προσυφίσταμαι

προσυφίσταμαι
προσυφ-ίσταμαι, [tense] fut. -στήσομαι,
A reply, rejoin, Phld.Lib.p.6 O.; present itself to the mind from without, in [tense] pf. part., τὰ προσυφεστῶτα external objects, M. Ant.5.19.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προσυφίσταμαι — Α 1. απαντώ, αποκρίνομαι 2. προσυπάρχω 3. (η μτχ. ουδ. παρακμ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ προσυφεστῶτα αντικείμενα που επιδρούν στην ψυχή από έξω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὑφίσταμαι «υπάρχω, αντιπαρατίθεμαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”